- ταχυβάμων
- τᾰχῠ-βάμων [ᾱ], ονος, ὁ, ἡ,A fast-walking, Arist.Phgn.813a7; also [suff] τᾰχῠ-βήμων, as gloss on αὐριβάτας, Hsch. (-βήλων cod.).
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
ταχυβάμων — fast walking masc nom/voc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ταχυβάμων — και ταχυβήμων, ονος, ό, ἡ, Α ταχυβάδιστος*. [ΕΤΥΜΟΛ. < ταχυ * + βάμων (< βαίνω), πρβλ. βραδυ βάμων] … Dictionary of Greek
ταχυβάμονας — ταχυβάμων fast walking masc acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ταχυβάδιστος — ον, Α αυτός που βαδίζει γρήγορα, ταχυβάμων*. [ΕΤΥΜΟΛ. < ταχυ * + βάδιστος (< βαδίζω), πρβλ. πολυ βάδιστος] … Dictionary of Greek
ταχυβήμων — ονος, ὁ, ἡ, Α βλ. ταχυβάμων* … Dictionary of Greek
ταχύ- — ΝΜΑ α συνθετικό πολλών λέξεων όλων τών περιόδων τής Ελληνικής, που ανάγεται στο επίθ. ταχύς και προσδίδει στο β συνθετικό την ιδιότητα τού γρήγορου (πρβλ. ταχυ κίνητος, ταχύ πους), τού πρόωρου, τού εσπευσμένου (πρβλ. ταχύ γαμος, ταχύ γηρος), τού… … Dictionary of Greek